συζύγου

συζύγου
σύζυγος
yoked together
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • εκυρός — ἑκυρός, ο (θηλ. ἑκυρά) (Α) πεθερός, πεθερά, ο πατέρας, η μητέρα τού ή τής συζύγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εκυρός < (F)εκυρός < IE* swekuro (πρβλ. αρχ. ινδ. śvaśura , αβεστ. xasura , λατ. socer, αρχ. άνω γερμ. swehur , λιθ. šẽšuras). Ο τονισμός στη… …   Dictionary of Greek

  • πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • γάλοως — και γάλως, η (Α) αδελφή τού συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος τού αδελφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών τού συζύγου και τής συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά …   Dictionary of Greek

  • εμβρυωρός — Πρόσωπο το οποίο αναλάμβανε την επιτήρηση γυναίκας που εγκυμονούσε, μετά τον θάνατο του συζύγου της, με καθήκον να επαγρυπνεί για την τύχη του εμβρύου και για την εξασφάλιση των κληρονομικών του δικαιωμάτων. Ο διορισμός του γινόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”